Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύμηνος η πολύμηνη το πολύμηνο
      γενική του πολύμηνου της πολύμηνης του πολύμηνου
    αιτιατική τον πολύμηνο την πολύμηνη το πολύμηνο
     κλητική πολύμηνε πολύμηνη πολύμηνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύμηνοι οι πολύμηνες τα πολύμηνα
      γενική των πολύμηνων των πολύμηνων των πολύμηνων
    αιτιατική τους πολύμηνους τις πολύμηνες τα πολύμηνα
     κλητική πολύμηνοι πολύμηνες πολύμηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύμηνος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολύμηνος < πολύ- + -μηνος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poˈli.mi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λύ‐μη‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

πολύμηνος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία