πολύμηνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολύμηνος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολύμηνος < πολύ- + -μηνος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poˈli.mi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐μη‐νος
Επίθετο επεξεργασία
πολύμηνος, -η, -ο
- που έχει διάρκεια πολλών μηνών
- ※ Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγε δικηγόρος ζητώντας την διακοπή της πολύμηνης αποχής των δικηγόρων η οποία έχει παραταθεί με απόφαση της Ολομελείας των Προέδρων των δικηγορικών συλλόγων μέχρι τις 15 Απριλίου.
- Ιωάννα Μάνδρου, Στο ΣτΕ προσέφυγε δικηγόρος ζητώντας την διακοπή της πολύμηνης αποχής, Η Καθημερινή, 11 Απριλίου 2016
- ※ Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγε δικηγόρος ζητώντας την διακοπή της πολύμηνης αποχής των δικηγόρων η οποία έχει παραταθεί με απόφαση της Ολομελείας των Προέδρων των δικηγορικών συλλόγων μέχρι τις 15 Απριλίου.
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύμηνος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πολύμηνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας