δωδεκάμηνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δωδεκάμηνος, -η, -ο
- ο σχετικός με διάρκεια δώδεκα μηνών
- αυτός που έχει ηλικία δώδεκα μηνών
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
δίμηνος · τρίμηνος · τετράμηνος · πεντάμηνος · εξάμηνος · επτάμηνος / εφτάμηνος · οκτάμηνος / οχτάμηνος · εννιάμηνος · δεκάμηνος · εντεκάμηνος / ενδεκάμηνος · δωδεκάμηνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δωδεκάμηνος
|