Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφτάμηνος η εφτάμηνη το εφτάμηνο
      γενική του εφτάμηνου της εφτάμηνης του εφτάμηνου
    αιτιατική τον εφτάμηνο την εφτάμηνη το εφτάμηνο
     κλητική εφτάμηνε εφτάμηνη εφτάμηνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφτάμηνοι οι εφτάμηνες τα εφτάμηνα
      γενική των εφτάμηνων των εφτάμηνων των εφτάμηνων
    αιτιατική τους εφτάμηνους τις εφτάμηνες τα εφτάμηνα
     κλητική εφτάμηνοι εφτάμηνες εφτάμηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφτάμηνος < (ελληνιστική κοινήἑπτάμηνος < αρχαία ελληνική ἑπτά + -μηνος

  Επίθετο επεξεργασία

εφτάμηνος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

δίμηνος · τρίμηνος · τετράμηνος · πεντάμηνος · εξάμηνος · επτάμηνος / εφτάμηνος · οκτάμηνος / οχτάμηνος · εννιάμηνος · δεκάμηνος · εντεκάμηνος / ενδεκάμηνος · δωδεκάμηνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία