ἑπτά
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἑπτά < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *septḿ̥. Συγγενές με τα (λατινικά) septem, (σανσκριτικά) सप्तन् (saptán), (αγγλοσαξονικά) seofon (αγγλικά seven) και (αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα) седмь (sedmĭ)
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
ἑπτά