Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράμηνος η τετράμηνη το τετράμηνο
      γενική του τετράμηνου της τετράμηνης του τετράμηνου
    αιτιατική τον τετράμηνο την τετράμηνη το τετράμηνο
     κλητική τετράμηνε τετράμηνη τετράμηνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράμηνοι οι τετράμηνες τα τετράμηνα
      γενική των τετράμηνων των τετράμηνων των τετράμηνων
    αιτιατική τους τετράμηνους τις τετράμηνες τα τετράμηνα
     κλητική τετράμηνοι τετράμηνες τετράμηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράμηνος < τετρά- + -μηνος

  Επίθετο επεξεργασία

τετράμηνος, -η, -ο

  1. που διαρκεί τέσσερις μήνες
  2. που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

δίμηνος · τρίμηνος · τετράμηνος · πεντάμηνος · εξάμηνος · επτάμηνος / εφτάμηνος · οκτάμηνος / οχτάμηνος · εννιάμηνος · δεκάμηνος · εντεκάμηνος / ενδεκάμηνος · δωδεκάμηνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία