Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίμηνος η δίμηνη το δίμηνο
      γενική του δίμηνου της δίμηνης του δίμηνου
    αιτιατική τον δίμηνο τη δίμηνη το δίμηνο
     κλητική δίμηνε δίμηνη δίμηνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίμηνοι οι δίμηνες τα δίμηνα
      γενική των δίμηνων των δίμηνων των δίμηνων
    αιτιατική τους δίμηνους τις δίμηνες τα δίμηνα
     κλητική δίμηνοι δίμηνες δίμηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίμηνος < αρχαία ελληνική δίμηνος < δι- + -μηνος μήν < πρωτοελληνική *méns < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mḗh₁n̥s < *meh₁- (μετρώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.mi.nos/

  Επίθετο επεξεργασία

δίμηνος, -η, -ο

  1. που έχει διάρκεια δύο μηνών
  2. που συμβαίνει κάθε δύο μήνες
    άλλες μορφές: διμηνιαίος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) δίμηνο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

δίμηνος · τρίμηνος · τετράμηνος · πεντάμηνος · εξάμηνος · επτάμηνος / εφτάμηνος · οκτάμηνος / οχτάμηνος · εννιάμηνος · δεκάμηνος · εντεκάμηνος / ενδεκάμηνος · δωδεκάμηνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία