διμηνιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διμηνιαίος < διμηνία + -αίος < ελληνιστική κοινή διμηνία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.mi.niˈe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐μη‐νι‐αίο‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαδιμηνιαίος, -α, -ο
Δείτε επίσης : δίμηνος, διμηνίτικος |
διμηνιαίος, -α, -ο