Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διμηνιαίοι

  1. διμηνιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. διμηνιαίος, στην κλητική του πληθυντικού