διμηνιαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδιμηνιαίο
- διμηνιαίος, στην αιτιατική του ενικού
διμηνιαίο, ουδέτερο του διμηνιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
διμηνιαίο
διμηνιαίο, ουδέτερο του διμηνιαίος