πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διμηνία οι διμηνίες
      γενική της διμηνίας των διμηνιών
    αιτιατική τη διμηνία τις διμηνίες
     κλητική διμηνία διμηνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διμηνία < ελληνιστική κοινή διμηνία[1] < αρχαία ελληνική δίμηνος < (δίς) δι- + μήν. Μορφολογικά αναλύεται σε δι- + -μηνία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διμηνία θηλυκό

  1. άλλη μορφή του δίμηνο
  2. η αποζημίωση ή η αμοιβή για δύο μήνες

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία