γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bimestriel bimestriels
θηλυκό bimestrielle bimestrielles

  Επίθετο

επεξεργασία

bimestriel (fr) αρσενικό

  1. διμηνιαίος
    une revue bimestrielle - ένα διμηνιαίο περιοδικό