bimestriel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bimestriel | bimestriels |
θηλυκό | bimestrielle | bimestrielles |
Επίθετο
επεξεργασίαbimestriel (fr) αρσενικό
- διμηνιαίος
- une revue bimestrielle - ένα διμηνιαίο περιοδικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bimestriel | bimestriels |
θηλυκό | bimestrielle | bimestrielles |
bimestriel (fr) αρσενικό