Δείτε επίσης: δίμηνος, διμηνιαίος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διμηνίτικος η διμηνίτικη το διμηνίτικο
      γενική του διμηνίτικου της διμηνίτικης του διμηνίτικου
    αιτιατική τον διμηνίτικο τη διμηνίτικη το διμηνίτικο
     κλητική διμηνίτικε διμηνίτικη διμηνίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διμηνίτικοι οι διμηνίτικες τα διμηνίτικα
      γενική των διμηνίτικων των διμηνίτικων των διμηνίτικων
    αιτιατική τους διμηνίτικους τις διμηνίτικες τα διμηνίτικα
     κλητική διμηνίτικοι διμηνίτικες διμηνίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διμηνίτικος < δίμηνος + -ίτικος < αρχαία ελληνική δίμηνος < δι- + μήν < πρωτοελληνική *méns < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mḗh₁n̥s < *meh₁- (μετρώ)

  Επίθετο

επεξεργασία

διμηνίτικος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία