μήνα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΜόριοΕπεξεργασία
μήνα
- (ερωτηματικό) μήπως;
- ※ μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι; (από το δημοτικό τραγούδι "Της Δέσπως")
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
μήνα αρσενικό
μήνα
μήνα αρσενικό