εμμηνόπαυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμμηνόπαυση | οι | εμμηνοπαύσεις |
γενική | της | εμμηνόπαυσης* | των | εμμηνοπαύσεων |
αιτιατική | την | εμμηνόπαυση | τις | εμμηνοπαύσεις |
κλητική | εμμηνόπαυση | εμμηνοπαύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμμηνοπαύσεως Ο πληθυντικός σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμμηνόπαυση < (καθαρεύουσα) εμμηνόπαυσις < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ménopause < αρχαία ελληνική ἔμμην(α) + -ό- + παῦσις [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.miˈno.paf.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐μη‐νό‐παυ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμμηνόπαυση θηλυκό
- η οριστική παύση της εμμηνορρυσίας και κατ' επέκταση αρχή στειρότητας
- ⮡ πρόωρη εμμηνόπαυση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εμμηνόπαυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας