εμμηνορρυσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εμμηνορρυσία < έμμηνος + -ρυσία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική menstruation ή νεολατινική menorrhea
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμμηνορρυσία θηλυκό
- → δείτε τη λέξη εμμηνόρροια
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εμμηνόρροια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμμηνορρυσία
→ δείτε τη λέξη εμμηνόρροια |