πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμμηνόρροια οι εμμηνόρροιες
      γενική της εμμηνόρροιας των εμμηνορροιών
    αιτιατική την εμμηνόρροια τις εμμηνόρροιες
     κλητική εμμηνόρροια εμμηνόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.miˈno.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμμηνόρροια

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμμηνόρροια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία