δυσμηνόρροια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσμηνόρροια (μαρτυρείται από το 1876)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dysménorrhée[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσμηνόρροια θηλυκό (πληθυντικός : δυσμηνόρροιες)
- (ιατρική) επώδυνη εμμηνόρροια
- ※ Αντιμέτωπο με την επώδυνη κατάσταση της δυσμηνόρροιας βρίσκεται κάθε μήνα τουλάχιστον το 15% των εφήβων και νεαρών γυναικών, βιώνοντας σοβαρό πόνο και απουσιάζοντας από το σχολείο ή την εργασία.
- Μία στις δέκα έφηβες υποφέρει από δυσμηνόρροια, 26-05-2016, @protothema.gr, συντάκτης: Παναγιώτα Καρλατήρα, ημερομηνία ανάκτησης: 31-03-2024.
- ※ Αντιμέτωπο με την επώδυνη κατάσταση της δυσμηνόρροιας βρίσκεται κάθε μήνα τουλάχιστον το 15% των εφήβων και νεαρών γυναικών, βιώνοντας σοβαρό πόνο και απουσιάζοντας από το σχολείο ή την εργασία.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσμηνόρροια
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 313, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ δυσμηνόρροια - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- δυσμηνόρροια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- δυσμηνόρροια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας