ολιγομηνόρροια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολιγομηνόρροια < ολιγο- + μήν + -ό- + -ρροια < (αρχαία ελληνική ὀλίγος + μήν + ῥέω, λόγιο ενδογενές δάνειο: απόδοση για την αγγλική oligomenorrhea < αρχαία ελληνική ὀλίγος + υστερολατινική menorrhea < αρχαία ελληνική μήν και ῥέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολιγομηνόρροια θηλυκό
- (ιατρική) η μειωμένη εμμηνόρροια, κυρίως σε ποσότητα αίματος
- σύμπτωμα γυναικολογικού ή γενικότερου οργανικού προβλήματος υγείας που έχει σαν συνέπεια η γυναίκα να παρουσιάζει μειωμένη έμμηνο ρύση χωρίς να βρίσκεται στην φάση της εμμηνόπαυσης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εμμηνόρροια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολιγομηνόρροια