Δείτε επίσης: ἐκροή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκροή οι εκροές
      γενική της εκροής των εκροών
    αιτιατική την εκροή τις εκροές
     κλητική εκροή εκροές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκροή θηλυκό

  1. η ροή νερού ή άλλου υγρού προς τα έξω
  2. (μεταφορικά, οικονομία) η εξαγωγή διαφόρων αγαθών ή χρήματος από κάποια χώρα προς άλλες

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία