Δείτε επίσης: ἐκρέω

Ετυμολογία

επεξεργασία

εκρέω, πρτ.: εξέρρεα, στ.μέλλ.: θα εκρεύσω, αόρ.: εξέρρευσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ρέω προς τα έξω
  2. εκβάλλω (για ποτάμι

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία