ἐκρέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐκρέω
- εκβάλλω,
- κωλύοντας ἐς θάλασσαν ἐκρέειν τὸν Νεῖλον : εμποδίζοντας το Νείλο να εκβάλει στη θάλασσα (Ηρόδοτος 2.20)
- αναβλύζω, εκρέω, χύνομαι έξω, εκκρίνομαι
- κρήνην ἐκρέουσαν εἰς τὴν πόλιν ὥσθ᾽ ἱκανῶς ἀπ᾽ αὐτῆς ὑδρεύεσθαι
- ἄφωνός τὲ γίνεται καὶ πνίγεται, καὶ ἀφρὸς ἐκ τοῦ στόματος ἐκρέει
- ἐκρυέντος τοῦ πύου
- ρίχνω τα φύλλα μου (για δέντρα),τους καρπούς μου, τα φτερά μου (για τα πτηνά), πέφτουν τρίχες από τα μαλλιά μου,
- ἐξερρύηκε τὰ πτερά
- (μεταφορικά) εξαφανίζομαι, φεύγω και χάνομαι
- καὶ τὸ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς δὴ γελοῖον ἐξερρύη ὑπὸ τοῦ ἐν τοῖς λόγοις μηνυθέντος ἀρίστου : και το γέλιο χάθηκε μπροστά στο άριστο που αποκάλυψε η λογική (Πλάτωνας, Πολιτεία, 5.452d)
- ἐξερρύησαν οἱ τοῦ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων : ξεχάστηκαν τα λόγια του Θεμιστοκλή από τους Έλληνες, χάθηκαν από τη μνήμη τους (Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, 12)
Σημειώσεις
επεξεργασία- απαντούν οι τύποι: μέλλοντα ἐκρεύσομαι, παρακείμενος ἐξερρύηκα, αόριστος ἐξερρύα και αόριστος β΄ παθητικός αλλά με ενεργητική διάθεση ἐξερρύην