↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμμηνορρυσιακός η εμμηνορρυσιακή το εμμηνορρυσιακό
      γενική του εμμηνορρυσιακού της εμμηνορρυσιακής του εμμηνορρυσιακού
    αιτιατική τον εμμηνορρυσιακό την εμμηνορρυσιακή το εμμηνορρυσιακό
     κλητική εμμηνορρυσιακέ εμμηνορρυσιακή εμμηνορρυσιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμμηνορρυσιακοί οι εμμηνορρυσιακές τα εμμηνορρυσιακά
      γενική των εμμηνορρυσιακών των εμμηνορρυσιακών των εμμηνορρυσιακών
    αιτιατική τους εμμηνορρυσιακούς τις εμμηνορρυσιακές τα εμμηνορρυσιακά
     κλητική εμμηνορρυσιακοί εμμηνορρυσιακές εμμηνορρυσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμμηνορρυσιακός < εμμηνορρυσία + -ακός

  Επίθετο

επεξεργασία

εμμηνορρυσιακός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία