μετεμμηνοπαυσιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετεμμηνοπαυσιακός < μετ- + εμμηνοπαυσιακός
Επίθετο
επεξεργασίαμετεμμηνοπαυσιακός
- που γίνεται ή συμβαίνει μετά την εμμηνόπαυση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετεμμηνοπαυσιακός
|