Ετυμολογία

επεξεργασία

πέρα βρέχει

  1. επιρρηματικά η αδιαφορία
    του είπανε ότι έχει πέσει ο τοίχος στην πίσω αυλή και αυτός πέρα βρέχει, σαν να μην το άκουσε καθόλου

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία