Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέρα βρέχει < λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση επεξεργασία

πέρα βρέχει

  1. επιρρηματικά η αδιαφορία
    του είπανε ότι έχει πέσει ο τοίχος στην πίσω αυλή και αυτός πέρα βρέχει, σαν να μην το άκουσε καθόλου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία