πέρα βρέχει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πέρα βρέχει < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
επεξεργασία
πέρα βρέχει
- επιρρηματικά η αδιαφορία
- του είπανε ότι έχει πέσει ο τοίχος στην πίσω αυλή και αυτός πέρα βρέχει, σαν να μην το άκουσε καθόλου
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πέρα βρέχει
|