Ετυμολογία

επεξεργασία
βρέχει: ρηματικός τύπος στο τρίτο ενικό πρόσωπο και σε απρόσωπη χρήση του ρήματος βρέχω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvɾe.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρέ‐χει

βρέχει, πρτ.: έβρεχε, στ.μέλλ.: θα βρέξει, αόρ.: έβρεξε (απρόσωπο ρήμα) στο τρίτο πρόσωπο ενικού (χωρίς παθητική φωνή)

  1. για τη βροχόπτωση, το φυσικό φαινόμενο της βροχής, ρίχνει βροχή, πέφτει βροχή
    ⮡  θα βρέξει απόψε
  2. (μεταφορικά) για κάτι που πέφτει ή που έρχεται σε μεγάλη ποσότητα (σαν βροχή)
    ⮡  βρέχει λεφτά
    ⮡  «βρέχει φωτιά στη στράτα μου...» (στίχος τραγουδιού)

Εκφράσεις

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βρέχω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βρέχει