βρέχει
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βρέχει < τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος βρέχω
ΡήμαΕπεξεργασία
βρέχει, πρτ.: έβρεχε, στ.μέλλ.: θα βρέξει, αόρ.: έβρεξε (απρόσωπο)
- για τη βροχόπτωση, το φυσικό φαινόμενο της βροχής, ρίχνει βροχή, πέφτει βροχή
- θα βρέξει απόψε
- (μεταφορικά) για κάτι που πέφτει ή που έρχεται σε μεγάλη ποσότητα (σαν βροχή)
- βρέχει λεφτά
- "βρέχει φωτιά στη στράτα μου..."