Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rain rains

rain (en)

  1. (μη μετρήσιμο ή ενικός) η βροχή
    ⮡  light/heavy rain - ψιλή/δυνατή βροχή
    ⮡  intermittent rain - βροχή κατά διαλείμματα
    ⮡  Come in out of the rain.
    Έλα μέσα από τη βροχή.
    ⮡  Don’t go out in the rain.
    Μη βγαίνεις έξω με τη βροχή.
    ⮡  It looks like it’s going to rain.
    Το πάει για βροχή.
  2. (μόνο πληθυντικός, the rains) οι βροχές, η περίοδος των βροχών
    ⮡  before the rains set in - πριν αρχίσουν οι βροχές
  3. (μόνο ενικός) η βροχή, ένας μεγάλος αριθμός πραγμάτων που πέφτουν από τον ουρανό ταυτόχρονα
    ⮡  a rain of arrows and bullets - βροχή από βέλη και σφαίρες

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας rain
γ΄ ενικό ενεστώτα rains
αόριστος rained
παθητική μετοχή rained
ενεργητική μετοχή raining

rain (en)

  • (αμετάβατο) βρέχει
    ⮡  It will rain tonight.
    Θα βρέξει απόψε.
    ⮡  It rained hard/heavily yesterday.
    Έβρεξε πολύ/δυνατά χτες.
    ⮡  It hasn’t rained for 5 month.
    Έχει 5 μήνες να βρέξει.
    ⮡  It has been raining for two weeks now.
    Βρέχει δυο εβδομάδες τώρα.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία