rain
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rain | rains |
rain (en)
- (μη μετρήσιμο ή ενικός) η βροχή
- ⮡ light/heavy rain - ψιλή/δυνατή βροχή
- ⮡ intermittent rain - βροχή κατά διαλείμματα
- ⮡ Come in out of the rain.
- Έλα μέσα από τη βροχή.
- ⮡ Don’t go out in the rain.
- Μη βγαίνεις έξω με τη βροχή.
- ⮡ It looks like it’s going to rain.
- Το πάει για βροχή.
- (μόνο πληθυντικός, the rains) οι βροχές, η περίοδος των βροχών
- ⮡ before the rains set in - πριν αρχίσουν οι βροχές
- (μόνο ενικός) η βροχή, ένας μεγάλος αριθμός πραγμάτων που πέφτουν από τον ουρανό ταυτόχρονα
- ⮡ a rain of arrows and bullets - βροχή από βέλη και σφαίρες
Συγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | rain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rains |
αόριστος | rained |
παθητική μετοχή | rained |
ενεργητική μετοχή | raining |
rain (en)
- (αμετάβατο) βρέχει
- ⮡ It will rain tonight.
- Θα βρέξει απόψε.
- ⮡ It rained hard/heavily yesterday.
- Έβρεξε πολύ/δυνατά χτες.
- ⮡ It hasn’t rained for 5 month.
- Έχει 5 μήνες να βρέξει.
- ⮡ It has been raining for two weeks now.
- Βρέχει δυο εβδομάδες τώρα.
- ⮡ It will rain tonight.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- rain (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- rain (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 175, 178. ISBN 9780194325684., λήμμα: βρέχω, βροχή