ενικός         πληθυντικός  
downpour downpours

  Ετυμολογία

επεξεργασία
downpour < down- + pour

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

downpour (en)

  • η νεροποντή, η μπόρα, η βροχόπτωση
    ⮡  I was caught in a downpour.
    Με έπιασε νεροποντή/μπόρα.
    ⮡  In Northern Greece, downpours will occur.
    Στη Βόρεια Ελλάδα θα σημειωθούν βροχοπτώσεις.
    ⮡  a downpour (of rain) - πτώση βροχής