Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεροποντή οι νεροποντές
      γενική της νεροποντής των νεροποντών
    αιτιατική τη νεροποντή τις νεροποντές
     κλητική νεροποντή νεροποντές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεροποντή < νερο- + ποντίζω + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.ɾo.ponˈdi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεροποντή θηλυκό

  1. βροχή που πέφτει με δύναμη και έχει διάρκεια
  2. (κατ’ επέκταση) το υδάτινο ρεύμα που σχηματίζεται από τα νερά μιας νεροποντής και κυλάει ορμητικά

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία