Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
averse averses

averse (fr) θηλυκό

  1. η νεροποντή
  2. η μπόρα
  3. η καταιγίδα