↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπόρα οι μπόρες
      γενική της μπόρας
    αιτιατική την μπόρα τις μπόρες
     κλητική μπόρα μπόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπό‐ρα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
μπόρα < (άμεσο δάνειο) βενετική bora (ιταλικά boread) < λατινική Boreas < αρχαία ελληνική Βορέας (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπόρα θηλυκό

  1. (μετεωρολογία, κοινή ονομασία) η ξαφνική έντονη βροχή με μικρή διάρκεια, ξαφνική βροχόπτωση ισχυρή ή και καταρρακτώδης
  2. (μετεωρολογία, κοινή ονομασία) η καταιγίδα
  3. (μεταφορικά) οι άσχημες περιστάσεις στη ζωή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
μπόρα < (λόγιο δάνειο) αγγλική bora < διαλεκτικός τύπος για την ιταλική borea < λατινική Boreas < αρχαία ελληνική Βορέας[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπόρα άκλιτο (εννοείται το αρσενικό ουσιαστικό: άνεμος)

  • (άνεμος) στην έκφραση «άνεμος τύπου μπόρα (bora)»: καταβάτης άνεμος που φέρει ψυχρό ρεύμα αέρα[2]
    ※  […] ξηρός άνεμος που ονομάζεται Φέν (Foehn). […] πνέουν ∆ και Ν∆ άνεμοι (Λίβας). […] Βέβαια υπάρχουν και άλλοι τοπικοί χαρακτηριστικοί άνεμοι σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και του κόσμου, όπως οι Eτησίες (Etesians) (είναι τα γνωστά μελτέμια που όταν πνέουν πριν από τον Ιούλιο λέγονται «Πρόδρομοι», ενώ μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου «Μετόπωροι»), ο Μπόρα (Bora), ο Μιστράλ (Mistral), ο Βαρδάρης, ο Σιρόκος (Scirocco), ο Σιμούν (Simoon), ο Λεβάντερ (Levanter), ο Λεβάντε (Levante), ο Βενταβάλ (Vendaval), o Λιμπέτσο (Libeccio), ο Παμπέρο, (Pampero), ο Χαμσίν (Chamsin), ο Γκρεγκάλ (Gregale), o Xαρμάταν (Harmattan), κ.α.
    Κολιτσικόπουλος, Ευριπίδης, et al. Εισαγωγή στη μετεωρολογία. Μια εκπαιδευτική προσέγγιση. Μέρος Α΄. Παιδαγωγική ομάδα του Κ.Π.Ε. Μακρινίτσας. Μακρινίτσα Πηλίου: Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, 2007. ISBN:978‑960‑98043‑5‑6 σελ. 36. (pdf @meteoclub.gr)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. bora - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  2. Καταβατικοί άνεμοι, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών