bora
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bora (it) (πληθυντικός bore)
- ονομασία ξηρού ψυχρού βορειοανατολικού ανέμου ο οποίος πνέει στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής
ΠηγέςΕπεξεργασία
Τουρκικά (tr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- bora < (άμεσο δάνειο) ιταλική borea < λατινική boreas < αρχαία ελληνική Βορέας
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bora (tr)