Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shower showers

shower (en)

  1. η σύντομη βροχή, η μπόρα
  2. ο καταιονισμός, το ντους (η συσκευή και η ενέργεια)
    • (ΗΒ, Αυστραλία) to have a shower: κάνω ντους
    • (ΗΠΑ) to take a shower: κάνω ντους
ενεστώτας shower
γ΄ ενικό ενεστώτα showers
αόριστος showered
παθητική μετοχή showered
ενεργητική μετοχή showering

shower (en)

  1. (αμετάβατο) κάνω ντους
  2. (μεταβατικό) πέφτω βροχηδόν, δίνω σε κάποιον πολλά πράγματα
    He was showered with invitations/honors.
    Οι προσκλήσεις/τιμές έπεφταν βροχηδόν πάνω του.