πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βορέᾱς > Βορρᾶς οἱ Βορέαι   > Βορραῖ
      γενική τοῦ Βορέου > Βορρ
           & Βορροῦ
τῶν Βορέων > Βορρῶν
      δοτική τῷ Βορέ   > Βορρ τοῖς Βορέαις > Βορροῖς
    αιτιατική τὸν Βορέᾱν > Βορρᾶν τοὺς Βορέᾱς   > Βορρᾶς
     κλητική ! Βορέᾱ   > Βορρ Βορέαι   > Βορραῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βορέᾱ   > Βορρ
γεν-δοτ τοῖν  Βορέαιν   > Βορραῖν
1η κλίση, ομάδα 'Βορέας Βορρᾶς', Κατηγορία 'Βορέας' όπως «Βορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Βορέας αρσενικό

  1. (άνεμος) βοριάς, ο βόρειος άνεμος
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά, 2, 361a.6
    Πλεῖστοι γὰρ βορέαι καὶ νότοι γίγνονται τῶν ἀνέμων.
      2 πκε αιώναςΑρριανός, Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις, 1.26.2.1-4
    Τῷ δὲ ἐκ νότων σκληροὶ βορραῖ ἐπιπνεύσαντες, οὐκ ἄνευ τοῦ θείου, ὡς αὐτός τε καὶ οἱ ἀμφ' αὐτὸν ἐξηγοῦντο, εὐμαρῆ καὶ ταχεῖαν τὴν πάροδον παρέσχον.
  2. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) γιος του Αστραίου και της Ηούς, θεός, προσωποποίηση του βόρειου ανέμου, των καταιγίδων, του χειμώνα, του πάγου και του χιονιού
  3. ανδρικό όνομα
  4. το βόρειο μέρος του ορίζοντα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.