Βορέης
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Βορέης αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (θεωνύμιο, άνεμος), ιωνικός τύπος του Βορέας
ΠηγέςΕπεξεργασία
- βορέης, Βορέης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.