Βορρᾶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βορέᾱς > Βορρᾶς | οἱ | Βορέαι > Βορραῖ |
γενική | τοῦ | Βορέου > Βορρᾶ & Βορροῦ |
τῶν | Βορέων > Βορρῶν |
δοτική | τῷ | Βορέᾳ > Βορρᾷ | τοῖς | Βορέαις > Βορροῖς |
αιτιατική | τὸν | Βορέᾱν > Βορρᾶν | τοὺς | Βορέᾱς > Βορρᾶς |
κλητική ὦ! | Βορέᾱ > Βορρᾶ | Βορέαι > Βορραῖ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βορέᾱ > Βορρᾶ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Βορέαιν > Βορραῖν | ||
1η κλίση, ομάδα 'Βορέας Βορρᾶς', Κατηγορία 'Βορρᾶς' όπως «Βορρᾶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΒορρᾶς αρσενικό, μόνο στον ενικό
- αττικός τύπος του Βορέας