καταβάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταβάτης < αρχαία ελληνική καταβάτης < καταβαίνω < κατά + βαίνω. Συγχρονικά αναλύεται σε κατα- + -βάτης.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taˈva.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐βά‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταβάτης αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταβάτης
|