καταβάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taˈva.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐βά‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καταβάτης αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταβάτης
|