καταβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταβαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταβαίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈve.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐βαί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίακαταβαίνω
- (λόγιο, παρωχημένο) άλλη μορφή του κατεβαίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταβαίνω | κατάβαινα | θα καταβαίνω | να καταβαίνω | καταβαίνοντας | |
β' ενικ. | καταβαίνεις | κατάβαινες | θα καταβαίνεις | να καταβαίνεις | κατάβαινε | |
γ' ενικ. | καταβαίνει | κατάβαινε | θα καταβαίνει | να καταβαίνει | ||
α' πληθ. | καταβαίνουμε | καταβαίναμε | θα καταβαίνουμε | να καταβαίνουμε | ||
β' πληθ. | καταβαίνετε | καταβαίνατε | θα καταβαίνετε | να καταβαίνετε | καταβαίνετε | |
γ' πληθ. | καταβαίνουν(ε) | κατάβαιναν καταβαίναν(ε) |
θα καταβαίνουν(ε) | να καταβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατάβηκα | θα κατάβω | να κατάβω | κατάβει | ||
β' ενικ. | κατάβηκες | θα κατάβεις | να κατάβεις | κατάβα | ||
γ' ενικ. | κατάβηκε | θα κατάβει | να κατάβει | |||
α' πληθ. | καταβήκαμε | θα κατάβουμε | να κατάβουμε | |||
β' πληθ. | καταβήκατε | θα κατάβετε | να κατάβετε | καταβείτε | ||
γ' πληθ. | κατάβηκαν καταβήκαν(ε) |
θα κατάβουν(ε) | να κατάβουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατάβει | είχα κατάβει | θα έχω κατάβει | να έχω κατάβει | ||
β' ενικ. | έχεις κατάβει | είχες κατάβει | θα έχεις κατάβει | να έχεις κατάβει | ||
γ' ενικ. | έχει κατάβει | είχε κατάβει | θα έχει κατάβει | να έχει κατάβει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατάβει | είχαμε κατάβει | θα έχουμε κατάβει | να έχουμε κατάβει | ||
β' πληθ. | έχετε κατάβει | είχατε κατάβει | θα έχετε κατάβει | να έχετε κατάβει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατάβει | είχαν κατάβει | θα έχουν κατάβει | να έχουν κατάβει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταβαίνω
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαταβαίνω
- κατεβαίνω, κατεβαίνω από το βήμα
Πηγές
επεξεργασία- καταβαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταβαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.