Ετυμολογία

επεξεργασία
ποντίζω < αρχαία ελληνική ποντίζω < πόντος

ποντίζω (παθητική φωνή: ποντίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία