πόντιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πόντιος | η | πόντια | το | πόντιο |
γενική | του | πόντιου | της | πόντιας | του | πόντιου |
αιτιατική | τον | πόντιο | την | πόντια | το | πόντιο |
κλητική | πόντιε | πόντια | πόντιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πόντιοι | οι | πόντιες | τα | πόντια |
γενική | των | πόντιων | των | πόντιων | των | πόντιων |
αιτιατική | τους | πόντιους | τις | πόντιες | τα | πόντια |
κλητική | πόντιοι | πόντιες | πόντια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπόντιος
- άλλη μορφή του ποντιακός
Μεταφράσεις
επεξεργασία πόντιος
|