καταποντισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταποντισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταποντισμός αρσενικό
- κατέβασμα πράγματος ως τον βυθό
- γεγονός που προκαλεί μεγάλη ζημιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταποντισμός
|