πόντιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πόντιση | οι | ποντίσεις |
γενική | της | πόντισης* | των | ποντίσεων |
αιτιατική | την | πόντιση | τις | ποντίσεις |
κλητική | πόντιση | ποντίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ποντίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πόντιση < μεσαιωνική ελληνική πόντισις[1] < αρχαία ελληνική ποντίζω < πόντος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπόντιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ποντίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πόντιση
|
- ↑ πόντισις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)