Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταβύθιση οι καταβυθίσεις
      γενική της καταβύθισης* των καταβυθίσεων
    αιτιατική την καταβύθιση τις καταβυθίσεις
     κλητική καταβύθιση καταβυθίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταβυθίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταβύθιση < κατα- + βύθιση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταβύθιση θηλυκό

  1. πλήρης βύθιση
  2. δημιουργία ενός στερεού σε ένα διάλυμα ή μέσα σε ένα άλλο στερεό κατά τη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης

  Μεταφράσεις επεξεργασία