καταβυθίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταβυθίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταβυθίζω
- θα καταβυθίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταβυθίζω
καταβυθίσεις