καταβυθίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαταβυθίζω
- βυθίζω ολοσχερώς
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταβυθίζω | καταβύθιζα | θα καταβυθίζω | να καταβυθίζω | καταβυθίζοντας | |
β' ενικ. | καταβυθίζεις | καταβύθιζες | θα καταβυθίζεις | να καταβυθίζεις | καταβύθιζε | |
γ' ενικ. | καταβυθίζει | καταβύθιζε | θα καταβυθίζει | να καταβυθίζει | ||
α' πληθ. | καταβυθίζουμε | καταβυθίζαμε | θα καταβυθίζουμε | να καταβυθίζουμε | ||
β' πληθ. | καταβυθίζετε | καταβυθίζατε | θα καταβυθίζετε | να καταβυθίζετε | καταβυθίζετε | |
γ' πληθ. | καταβυθίζουν(ε) | καταβύθιζαν καταβυθίζαν(ε) |
θα καταβυθίζουν(ε) | να καταβυθίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταβύθισα | θα καταβυθίσω | να καταβυθίσω | καταβυθίσει | ||
β' ενικ. | καταβύθισες | θα καταβυθίσεις | να καταβυθίσεις | καταβύθισε | ||
γ' ενικ. | καταβύθισε | θα καταβυθίσει | να καταβυθίσει | |||
α' πληθ. | καταβυθίσαμε | θα καταβυθίσουμε | να καταβυθίσουμε | |||
β' πληθ. | καταβυθίσατε | θα καταβυθίσετε | να καταβυθίσετε | καταβυθίστε | ||
γ' πληθ. | καταβύθισαν καταβυθίσαν(ε) |
θα καταβυθίσουν(ε) | να καταβυθίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταβυθίσει | είχα καταβυθίσει | θα έχω καταβυθίσει | να έχω καταβυθίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταβυθίσει | είχες καταβυθίσει | θα έχεις καταβυθίσει | να έχεις καταβυθίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταβυθίσει | είχε καταβυθίσει | θα έχει καταβυθίσει | να έχει καταβυθίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταβυθίσει | είχαμε καταβυθίσει | θα έχουμε καταβυθίσει | να έχουμε καταβυθίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταβυθίσει | είχατε καταβυθίσει | θα έχετε καταβυθίσει | να έχετε καταβυθίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταβυθίσει | είχαν καταβυθίσει | θα έχουν καταβυθίσει | να έχουν καταβυθίσει |
|