βούλιαγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβούλιαγμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του βουλιάζω
- κοιλότητα σε μια επιφάνεια που είναι αποτέλεσμα πρόσκρουσης
- ακούμπησε σ' ένα στύλο στο παρκάρισμα και τώρα έχει ένα βούλιαγμα στο φτερό