Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Πινακίδα που απαγορεύει το παρκάρισμα.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρκάρισμα τα παρκαρίσματα
      γενική του παρκαρίσματος των παρκαρισμάτων
    αιτιατική το παρκάρισμα τα παρκαρίσματα
     κλητική παρκάρισμα παρκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρκάρισμα < παρκάρω + -ισμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρκάρισμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία και το αποτέλεσμα του παρκάρω
  2. άραγμα σε χώρο στάθμευσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία