βουλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουλιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουλίζω & βουλιάζω < ελληνιστική κοινή grc (εξετάζω το πόσο βάθος έχει η θάλασσα ρίχνοντας μέσα μία βολίδα)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβουλιάζω, πρτ.: βούλιαζα, αόρ.: βούλιαξα, μτχ.π.π.: βουλιαγμένος, (χωρίς παθητική φωνή)
- (μεταβατικό) βυθίζω
- (αμετάβατο) βυθίζομαι
- υποχωρώ, παθαίνω καθίζηση
- βούλιαξε η πόρτα του αυτοκινήτου
Κλίση
επεξεργασία- Ενεργητική φωνή μόνον και μετοχή παθητικού παρακειμένου βουλιαγμένος
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βουλιάζω | βούλιαζα | θα βουλιάζω | να βουλιάζω | βουλιάζοντας | |
β' ενικ. | βουλιάζεις | βούλιαζες | θα βουλιάζεις | να βουλιάζεις | βούλιαζε | |
γ' ενικ. | βουλιάζει | βούλιαζε | θα βουλιάζει | να βουλιάζει | ||
α' πληθ. | βουλιάζουμε | βουλιάζαμε | θα βουλιάζουμε | να βουλιάζουμε | ||
β' πληθ. | βουλιάζετε | βουλιάζατε | θα βουλιάζετε | να βουλιάζετε | βουλιάζετε | |
γ' πληθ. | βουλιάζουν(ε) | βούλιαζαν βουλιάζαν(ε) |
θα βουλιάζουν(ε) | να βουλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βούλιαξα | θα βουλιάξω | να βουλιάξω | βουλιάξει | ||
β' ενικ. | βούλιαξες | θα βουλιάξεις | να βουλιάξεις | βούλιαξε, βούλιαχ' | ||
γ' ενικ. | βούλιαξε | θα βουλιάξει | να βουλιάξει | |||
α' πληθ. | βουλιάξαμε | θα βουλιάξουμε | να βουλιάξουμε | |||
β' πληθ. | βουλιάξατε | θα βουλιάξετε | να βουλιάξετε | βουλιάξτε, βουλιάχτε | ||
γ' πληθ. | βούλιαξαν βουλιάξαν(ε) |
θα βουλιάξουν(ε) | να βουλιάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βουλιάξει | είχα βουλιάξει | θα έχω βουλιάξει | να έχω βουλιάξει | ||
β' ενικ. | έχεις βουλιάξει | είχες βουλιάξει | θα έχεις βουλιάξει | να έχεις βουλιάξει | έχε βουλιαγμένο | |
γ' ενικ. | έχει βουλιάξει | είχε βουλιάξει | θα έχει βουλιάξει | να έχει βουλιάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε βουλιάξει | είχαμε βουλιάξει | θα έχουμε βουλιάξει | να έχουμε βουλιάξει | ||
β' πληθ. | έχετε βουλιάξει | είχατε βουλιάξει | θα έχετε βουλιάξει | να έχετε βουλιάξει | έχετε βουλιαγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν βουλιάξει | είχαν βουλιάξει | θα έχουν βουλιάξει | να έχουν βουλιάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βουλιαγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βουλιαγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βουλιαγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βουλιαγμένο |