Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουντάρισμα τα φουνταρίσματα
      γενική του φουνταρίσματος των φουνταρισμάτων
    αιτιατική το φουντάρισμα τα φουνταρίσματα
     κλητική φουντάρισμα φουνταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουντάρισμα < φουντάρω < φούντος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουντάρισμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα του φουντάρω, η ενέργεια του φουντάρω, η πράξη του να ριχτεί κάτι στη θάλασσα για να βουλιάξει ή να ρίξει κάποιος τον εαυτό του για να αυτοκτονήσει
  2. αγκυροβόληση, το φουντάρισμα της άγκυρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία