• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αγκυροβόληση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκυροβόληση οι αγκυροβολήσεις
      γενική της αγκυροβόλησης* των αγκυροβολήσεων
    αιτιατική την αγκυροβόληση τις αγκυροβολήσεις
     κλητική αγκυροβόληση αγκυροβολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγκυροβολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκυροβόληση < (μαρτυρείται από το 1854) αγκυροβολώ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγκυροβόληση θηλυκό

  • η αγκυροβολία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • αγκυροβόλημα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αγκυροβόληση

→ δείτε τη λέξη αγκυροβολία

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αγκυροβόληση&oldid=5550830"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Μαρτίου 2022, στις 09:21

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Μαρτίου 2022, στις 09:21. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας