Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ποντίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποντίζω
  2. θα ποντίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποντίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ποντίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πόντιση